- ἐπιγώνιος
- ἐπιγώνιος, α, ον,A at the angle,
μονάδες Nicom.Ar.1.19
.II. ἐπιγώνια, τά, corner-stones or -columns, Aq.Ps.143(144).12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονάδες Nicom.Ar.1.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιγώνιος — ἐπιγώνιος, ον (Α) 1. γωνιακός («λίθον... τῇ ἐπιγωνίῳ κεφαλῇ ἁρμοζόμενον», Γρηγ. Νύσσ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιγώνια οι ακρογωνιαίοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γών ιος (< γωνία)] … Dictionary of Greek
ἐπιγωνίῳ — ἐπιγώνιος at the angle masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγώνιοι — ἐπιγώνιος at the angle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)